θυηπολώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
(17)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυηπολῶ, -έω (Α) [[θυηπόλος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με θυσίες, [[είμαι]] [[θυηπόλος]]<br /><b>2.</b> <b>(μτθ.)</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] («[[γέρας]] βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῑν», <b>Σοφ.</b><br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θυηπολούμαι</i><br />[[γεμίζω]] από θυσίες, [[είμαι]] [[γεμάτος]] από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ' [[ἄστυ]] μάντεων ὕπο» — η [[πόλη]] [[είναι]] γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=θυηπολῶ, -έω (Α) [[θυηπόλος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με θυσίες, [[είμαι]] [[θυηπόλος]]<br /><b>2.</b> <b>(μτθ.)</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] («[[γέρας]] βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», <b>Σοφ.</b><br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θυηπολούμαι</i><br />[[γεμίζω]] από θυσίες, [[είμαι]] [[γεμάτος]] από προσφορές θυσιών («θυηπολεῖται δ' [[ἄστυ]] μάντεων ὕπο» — η [[πόλη]] [[είναι]] γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

θυηπολῶ, -έω (Α) θυηπόλος
1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος
2. (μτθ.) θυσιάζω κάτιγέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», Σοφ.
3. παθ. θυηπολούμαι
γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο» — η πόλη είναι γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, Ευρ.).