κολόβριον: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολόβριον]] και, [[κατά]] τον <b>Αριστοφ.</b> Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) [[μολοβρός]]<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του αγριοχοίρου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολόβρια<br />τὰ τῶν ἀγρίων θηρία [[τέκνα]] οὕτω | |mltxt=[[μολόβριον]] και, [[κατά]] τον <b>Αριστοφ.</b> Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) [[μολοβρός]]<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του αγριοχοίρου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολόβρια<br />τὰ τῶν ἀγρίων θηρία [[τέκνα]] οὕτω καλεῖται. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 13 October 2022
English (LSJ)
τό, the young of the wild swine, Ael.NA7.47; also μολόβριον Ar.Byz. ap. Eust.1817.19.
German (Pape)
[Seite 199] τό, Ferkel vom wilden Schwein, Frischling, Ael. H. A. 7, 47, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit du sanglier, marcassin.
Étymologie: μολοβρός.
Greek (Liddell-Scott)
μολόβριον: τό, νεογνὸν ἀγρίου χοίρου, τῶν δὲ ἀγρίων ὑῶν τὰ τέκνα μολόβρια ὀνομάζουσιν Αἰλ. π. Ζ. 7. 47· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόβρια· τὰ τῶν ἀγρίων θηρίων τέκνα οὕτω καλεῖται»· ‒ ὡσαύτως κολύβριον, Ἀριστοφ. Γραμμ. παρ᾿ Εὐστ. 1817. 19. (Ἴδε ἐν λ. μολοβρός).
Greek Monolingual
μολόβριον και, κατά τον Αριστοφ. Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) μολοβρός
1. το νεογνό του αγριοχοίρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόβρια
τὰ τῶν ἀγρίων θηρία τέκνα οὕτω καλεῖται.