δουπώ: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(9) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γδουπώ]] (AM δουπῶ, -έω) [[δούπος]]<br />[[κάνω]] δούπο, [[παράγω]] υπόκωφο ήχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σωριάζομαι [[νεκρός]] με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) | |mltxt=και [[γδουπώ]] (AM δουπῶ, -έω) [[δούπος]]<br />[[κάνω]] δούπο, [[παράγω]] υπόκωφο ήχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σωριάζομαι [[νεκρός]] με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν» — θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο [[στήθος]] τους<br />β) «κώπῃ δουπῶ» — [[χτυπώ]] με τα [[κουπιά]] τη [[θάλασσα]]. | ||
}} | }} |