ζυγόδεσμο: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ζυγόδεσμον]])<br />[[μακρύς]] [[σκύτινος]] [[ιμάντας]] με τον οποίο προσδένεται ο [[ζυγός]] [[πάνω]] στον ρυμό, στο [[τιμόνι]], [[ζυγοδέτης]], κν. [[ζυγολούρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῦ ῥυμοῦ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ [[ζυγόδεσμον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα ζυγόδεσμα</i> («τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτό [τὸ [[ἀκρορρύμιον]]] τῷ ζυγῷ ζυγόδεσμα καλεῑται», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
|mltxt=το (Α [[ζυγόδεσμον]])<br />[[μακρύς]] [[σκύτινος]] [[ιμάντας]] με τον οποίο προσδένεται ο [[ζυγός]] [[πάνω]] στον ρυμό, στο [[τιμόνι]], [[ζυγοδέτης]], κν. [[ζυγολούρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῦ ῥυμοῦ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ [[ζυγόδεσμον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα ζυγόδεσμα</i> («τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτό [τὸ [[ἀκρορρύμιον]]] τῷ ζυγῷ ζυγόδεσμα καλεῖται», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

το (Α ζυγόδεσμον)
μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι
αρχ.
λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῦ ῥυμοῦ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.)
2. συν. στον πληθ. τα ζυγόδεσμα («τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτό [τὸ ἀκρορρύμιον] τῷ ζυγῷ ζυγόδεσμα καλεῖται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + δεσμός.