περικρατύνω: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(32)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Μ [[κρατύνω]]<br />[[ενδυναμώνω]], [[ενισχύω]] σε μεγάλο βαθμό («τοὺς δὲ υἱούς αὐτοῡ... λόγῳ ἀληθεῑ περιεκράτυνεν», Ανδρ. Κρ.).
|mltxt=Μ [[κρατύνω]]<br />[[ενδυναμώνω]], [[ενισχύω]] σε μεγάλο βαθμό («τοὺς δὲ υἱούς αὐτοῦ... λόγῳ ἀληθεῖ περιεκράτυνεν», Ανδρ. Κρ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 13 October 2022

Greek Monolingual

Μ κρατύνω
ενδυναμώνω, ενισχύω σε μεγάλο βαθμό («τοὺς δὲ υἱούς αὐτοῦ... λόγῳ ἀληθεῖ περιεκράτυνεν», Ανδρ. Κρ.).