ουτάω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(30) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐτάω]] και οὔτημι και [[οὐτάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με όπλο, [[τραυματίζω]] (α. «πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ [[χρόα]] νηλέι χαλκῷ» <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὖτα]] δὲ δουρὶ παρ' ὀμφαλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]] και [[τραυματίζω]] («Κύπριδα μὲν [[πρῶτα]] σχεδὸν οὔτασε | |mltxt=[[οὐτάω]] και οὔτημι και [[οὐτάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με όπλο, [[τραυματίζω]] (α. «πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ [[χρόα]] νηλέι χαλκῷ» <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὖτα]] δὲ δουρὶ παρ' ὀμφαλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]] και [[τραυματίζω]] («Κύπριδα μὲν [[πρῶτα]] σχεδὸν οὔτασε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλήττω]] με κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη λ. [[ὠτειλή]] «[[τραύμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οὐταμένην ὠτειλήν</i>), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 13 October 2022
Greek Monolingual
οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α)
1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ.
β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ' ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ», Ομ. Ιλ.)
3. πλήττω με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη λ. ὠτειλή «τραύμα» (πρβλ. οὐταμένην ὠτειλήν), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ.].