μεμψιμοιρώ: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) [[μεμψίμοιρος]]<br />[[παραπονιέμαι]] με τη [[μοίρα]] μου, [[είμαι]] δυσαρεστημένος, [[γκρινιάζω]] («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῑ ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν αὐτῷ», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) [[μεμψίμοιρος]]<br />[[παραπονιέμαι]] με τη [[μοίρα]] μου, [[είμαι]] δυσαρεστημένος, [[γκρινιάζω]] («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῖν αὐτῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῖ ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν αὐτῷ», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) μεμψίμοιρος
παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῖν αὐτῷ», Πολ.)
αρχ.
1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», Λουκιαν.)
2. κατηγορώ κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῖ ὁ δῆμος οὐδὲν αὐτῷ», Δημοσθ.).