πρεσβεύς: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ και βοιωτ. τ. πληθ. <i>πρισγεῑες</i>, Α<br />[[πρέσβυς]], [[πρεσβευτής]], [[απεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[πρέσβυς]] με [[επίθημα]] -<i>εύς</i>].
|mltxt=-έως, ὁ και βοιωτ. τ. πληθ. <i>πρισγεῖες</i>, Α<br />[[πρέσβυς]], [[πρεσβευτής]], [[απεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[πρέσβυς]] με [[επίθημα]] -<i>εύς</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβεύς Medium diacritics: πρεσβεύς Low diacritics: πρεσβεύς Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΣ
Transliteration A: presbeús Transliteration B: presbeus Transliteration C: presveys Beta Code: presbeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, ambassador, acc. sg. πρέσβεια (i. e. -ηα or -εα) Hoffmann Griech. Dialekte ii No. 160.31 (Lampasacus); dat. pl. πρεσβεῦσι Lyc.1056, v.l. in Anon. in EN 200.14; nom. dual πρεσβῆ Ar.Fr.639: Sch. Ar. denies that πρέσβεως Ar.Ach. 93 is gen. of this word: Boeot. pl. πρισγεῖες IG7.2418.6, 18 (Thebes, iv B. C.), 1720.6 (Thespiae, ii B. C.) (πρεσβῆες in Hes.Sc.245 belongs in form to this word, in meaning to πρέσβυς 1.1).

German (Pape)

[Seite 698] ὁ, der Gesandte, nur im dat. πρεσβεῦσι, Lycophr. 1056; vgl. Lob. Phryn. 69; der nom. plur. ist πρέσβηες zu schreiben u. auf πρέσβυς zurückzuführen, für πρέσβεις, z. B. Hes. Sc. 245. Nach Schol. Ar. Ach. 93 wollten Einige auch πρεσβέως für πρέσβεως, wie von πρεσβεύς, schreiben, was dort verworfen wird.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβεύς: ὁ πρεσβευτής, εὑρίσκεται μόνον κατὰ δοτ. πληθ. πρεσβεῦσι Λυκόφρ. 1056· ὁ δὲ πληθ. πρέσβηες ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ὅπερ πλημμελῶς φέρεται πρεσβῆες) ἀνήκει εἰς τὸ πρέσβυς Ι. 1· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 69.

Greek Monolingual

-έως, ὁ και βοιωτ. τ. πληθ. πρισγεῖες, Α
πρέσβυς, πρεσβευτής, απεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του πρέσβυς με επίθημα -εύς].