υποκινώ: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(43) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποκίνυμι]] και ὑποκινύω Α [[κινῶ]]<br />[[διεγείρω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] (α. «την [[εξέγερση]] υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] («ὑποκινούμε νον κῡμα», <b> | |mltxt=ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποκίνυμι]] και ὑποκινύω Α [[κινῶ]]<br />[[διεγείρω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] (α. «την [[εξέγερση]] υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] («ὑποκινούμε νον κῡμα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) κινούμαι λίγο<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] λίγο [[εκτός]] [[εαυτού]] («καὶ μὴν ὅγε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ θεῶν ἐπιχειρεῖ τε καὶ ἐλπίζει δυνατὸς [[εἶναι]] ἄρχειν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 13 October 2022
Greek Monolingual
ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑποκίνυμι και ὑποκινύω Α κινῶ
διεγείρω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι (α. «την εξέγερση υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», Πλούτ.)
αρχ.
1. κουνώ κάτι ελαφρά («ὑποκινούμε νον κῡμα», Πολυδ.)
2. (αμτβ.) α) κινούμαι λίγο
β) (για πρόσ.) είμαι λίγο εκτός εαυτού («καὶ μὴν ὅγε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ θεῶν ἐπιχειρεῖ τε καὶ ἐλπίζει δυνατὸς εἶναι ἄρχειν», Πλάτ.).