υποκινώ: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποκίνυμι]] και ὑποκινύω Α [[κινῶ]]<br />[[διεγείρω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] (α. «την [[εξέγερση]] υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] («ὑποκινούμε νον κῡμα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) κινούμαι λίγο<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] λίγο [[εκτός]] [[εαυτού]] («καὶ μὴν ὅγε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ θεῶν | |mltxt=ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποκίνυμι]] και ὑποκινύω Α [[κινῶ]]<br />[[διεγείρω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] (α. «την [[εξέγερση]] υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] («ὑποκινούμε νον κῡμα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) κινούμαι λίγο<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] λίγο [[εκτός]] [[εαυτού]] («καὶ μὴν ὅγε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ θεῶν ἐπιχειρεῖ τε καὶ ἐλπίζει δυνατὸς [[εἶναι]] ἄρχειν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 13 October 2022
Greek Monolingual
ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑποκίνυμι και ὑποκινύω Α κινῶ
διεγείρω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι (α. «την εξέγερση υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», Πλούτ.)
αρχ.
1. κουνώ κάτι ελαφρά («ὑποκινούμε νον κῡμα», Πολυδ.)
2. (αμτβ.) α) κινούμαι λίγο
β) (για πρόσ.) είμαι λίγο εκτός εαυτού («καὶ μὴν ὅγε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ θεῶν ἐπιχειρεῖ τε καὶ ἐλπίζει δυνατὸς εἶναι ἄρχειν», Πλάτ.).