λάχεσις: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(CSV import) |
|||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λάχεσις:''' ιος ἡ [[λαγχάνω]] судьба, рок Her. | |elrutext='''λάχεσις:''' ιος ἡ [[λαγχάνω]] судьба, рок Her. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=μία ἀπό τίς [[τρεῖς]] Μοῖρες). Ἀπό τό [[λαχεῖν]], ἀπαρ. ἀορ. β' τοῦ [[λαγχάνω]], ὅπου δες γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 14 October 2022
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
sort, destinée.
Étymologie: λαγχάνω.
Greek Monolingual
η
ζωολ.
1. γαστερόποδο μαλάκιο σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες
2. γένος δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια viperidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lachesis < Λάχεσις, όν. μιας από τις Μοίρες].
Russian (Dvoretsky)
λάχεσις: ιος ἡ λαγχάνω судьба, рок Her.
Mantoulidis Etymological
(=μία ἀπό τίς τρεῖς Μοῖρες). Ἀπό τό λαχεῖν, ἀπαρ. ἀορ. β' τοῦ λαγχάνω, ὅπου δες γιά περισσότερα παράγωγα.