υποπόδιο: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(44)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑποπόδιον]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχει [[υποπόδιο]]» <b>μτφ.</b> τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑποπόδιον]] διπλοῡν» — [[σκεύος]] χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την [[τήρηση]] του ρυθμού με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόδιον]], υποκορ. του [[πούς]], <i>ποδός</i>].
|mltxt=το / [[ὑποπόδιον]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχει [[υποπόδιο]]» <b>μτφ.</b> τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑποπόδιον]] διπλοῦν» — [[σκεύος]] χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την [[τήρηση]] του ρυθμού με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόδιον]], υποκορ. του [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
{{trml
|trtx=Afrikaans: voetstoel, skabel, voetbankie, stofie; Armenian Old Armenian: պատուանդան; Catalan: reposapeus, escambell; Chinese Cantonese: 腳凳, 脚凳; Mandarin: 腳台, 脚台, 腳凳, 脚凳; Czech: podnožka; Danish: fodskammel, skammel; Dutch: [[voetbankje]]; Esperanto: piedbenketo, skabelo; Estonian: jalajäri; Finnish: rahi, jalkajakkara; French: [[repose-pied]]; German: [[Schemel]], [[Fußbank]]; Gothic: 𐍆𐍉𐍄𐌿𐌱𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: [[υποπόδιο]]; Ancient Greek: [[ὑποπόδιον]], [[σφέλας]], [[θρῆνυς]]; Hebrew: הדום \ הֲדוֹם‎; Hungarian: zsámoly; Icelandic: fótskemill, fótaskemill, skemill; Indonesian: sandaran kaki; Italian: [[sgabello]], [[poggiapiedi]]; Japanese: 足載せ台; Latin: [[scabellum]]; Maori: tūrangawaewae; Middle English: schamel; Norwegian Bokmål: krakk; Nynorsk: krakk; Old English: fōtsċamol, sċamol; Old Norse: skemill; Polish: podnóżek; Portuguese: [[escabelo]]; Russian: [[скамеечка для ног]], [[подставка для ног]]; Spanish: [[reposapiés]], [[escabel]]; Swahili: kibao; Swedish: fotpall; Tagalog: timbanin; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎎
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 14 October 2022

Greek Monolingual

το / ὑποπόδιον, ΝΜΑ
καθετί που τοποθετείται κάτω από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει επάνω του
νεοελλ.
φρ. «τον έχει υποπόδιο» μτφ. τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς
αρχ.
φρ. «ὑποπόδιον διπλοῦν» — σκεύος χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την τήρηση του ρυθμού με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόδιον, υποκορ. του πούς, ποδός].

Translations

Afrikaans: voetstoel, skabel, voetbankie, stofie; Armenian Old Armenian: պատուանդան; Catalan: reposapeus, escambell; Chinese Cantonese: 腳凳, 脚凳; Mandarin: 腳台, 脚台, 腳凳, 脚凳; Czech: podnožka; Danish: fodskammel, skammel; Dutch: voetbankje; Esperanto: piedbenketo, skabelo; Estonian: jalajäri; Finnish: rahi, jalkajakkara; French: repose-pied; German: Schemel, Fußbank; Gothic: 𐍆𐍉𐍄𐌿𐌱𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: υποπόδιο; Ancient Greek: ὑποπόδιον, σφέλας, θρῆνυς; Hebrew: הדום \ הֲדוֹם‎; Hungarian: zsámoly; Icelandic: fótskemill, fótaskemill, skemill; Indonesian: sandaran kaki; Italian: sgabello, poggiapiedi; Japanese: 足載せ台; Latin: scabellum; Maori: tūrangawaewae; Middle English: schamel; Norwegian Bokmål: krakk; Nynorsk: krakk; Old English: fōtsċamol, sċamol; Old Norse: skemill; Polish: podnóżek; Portuguese: escabelo; Russian: скамеечка для ног, подставка для ног; Spanish: reposapiés, escabel; Swahili: kibao; Swedish: fotpall; Tagalog: timbanin; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎎