λιμώττω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(Bailly1_3)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[λιμώσσω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[λιμώσσω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=πεθαίνω ἀπό τήν [[πείνα]]). Ἀπό τό [[λιμός]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 15:15, 14 October 2022

French (Bailly abrégé)

att. c. λιμώσσω.

Mantoulidis Etymological

(=πεθαίνω ἀπό τήν πείνα). Ἀπό τό λιμός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.