ποταμογείτων: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ονος, ο, ΝΑ<br />πολυετές υδρόβιο [[φυτό]] που [[είναι]] βυθισμένο [[ολόκληρο]] στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]]. | |mltxt=-ονος, ο, ΝΑ<br />πολυετές υδρόβιο [[φυτό]] που [[είναι]] βυθισμένο [[ολόκληρο]] στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ bot. [[potamogeton]] μίσγε δὲ τῷ θυμιατηρίῳ χυλὸν κατανάγκης καὶ ποταμογείτονος <b class="b3">mezcla en el incensario jugo de arveja y de potamogeton</b> P IV 1319 λαβὼν ὀμφαλὸν κορκοδείλου ἄρσενος (ποταμογείτονος λέγει) καὶ ὠὸν κανθάρου ... ἔμβαλε εἰς ἀγγεῖον καλάϊνον <b class="b3">toma un ombligo de cocodrilo (quiere decir de potamogeton) y un huevo de escarabajo y échalos en un recipiente turquesa</b> P XIII 1065 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 15 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, A pondweed, Potamogeton natans, Dsc.4.100, Luc.Trag.152, Ael.NA6.46. 2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106. II epithet of a crocodile, PMag.Leid.W.25.21.
German (Pape)
[Seite 688] ονος, ὁ, ἡ, dem Flusse nah, Name eines Krautes; Ael. H. A. 6, 46; Diosc.
French (Bailly abrégé)
ονος (genre inconnu);
propr. « voisine des fleuves », sorte de plante aquatique, potamogeton natans, ou ἄρκιον LSJ.
Étymologie: ποταμός, γείτων.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμογείτων: -ονος, ἡ, ποταμοῦ γείτων, ὄνομα βοτάνης, Λατ. potamogeton. «ποταμογείτων φύλλον ἐστὶν ὅμοιον σεύτλῳ δασὺ καὶ ὀλίγον ὑπερκῦπτον τοῦ ὕδατος» Διοσκ. 4. 101.
Spanish
Greek Monolingual
-ονος, ο, ΝΑ
πολυετές υδρόβιο φυτό που είναι βυθισμένο ολόκληρο στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + γείτων.
Léxico de magia
ὁ bot. potamogeton μίσγε δὲ τῷ θυμιατηρίῳ χυλὸν κατανάγκης καὶ ποταμογείτονος mezcla en el incensario jugo de arveja y de potamogeton P IV 1319 λαβὼν ὀμφαλὸν κορκοδείλου ἄρσενος (ποταμογείτονος λέγει) καὶ ὠὸν κανθάρου ... ἔμβαλε εἰς ἀγγεῖον καλάϊνον toma un ombligo de cocodrilo (quiere decir de potamogeton) y un huevo de escarabajo y échalos en un recipiente turquesa P XIII 1065