τρισμέγιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμέγιστος]], -ίστη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (στην αποκρυφολογία) [[προσωνυμία]] του Ερμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επιτ</i>. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέγιστος]]].
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμέγιστος]], -ίστη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (στην αποκρυφολογία) [[προσωνυμία]] του Ερμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επιτ</i>. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέγιστος]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[el tres veces máximo]] de Hermes ἐπεὶ σου λέγω τὰ ὀνόματα, ἃ ἔγραψεν ἐν Ἡλιουπόλει ὁ τ. Ἑρμῆς ἱερογλυφικοῖς γράμμασι <b class="b3">pues voy a pronunciar tus nombres, los que grabó en Heliópolis el tres veces máximo Hermes, con caracteres jeroglíficos</b> P IV 886
}}
}}

Revision as of 15:10, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμέγιστος Medium diacritics: τρισμέγιστος Low diacritics: τρισμέγιστος Capitals: ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: trismégistos Transliteration B: trismegistos Transliteration C: trismegistos Beta Code: trisme/gistos

English (LSJ)

η, ον, thrice-greatest, title of the Egyptian Hermes (Thoth), CPHerm.125ii 8 (iii A. D.), OGI716 (Achmim, iii A. D.), Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Corp.Herm. passim. (The Egyptian title is translated μέγιστος καὶ μ. καὶ μ. in Wilcken Chr.109.6 (iii B. C.).)

Greek (Liddell-Scott)

τρισμέγιστος: -η, -ον, τρὶς μέγιστος, σφόδρα μέγιστος, Νικήτ. 5. 280· μεταγεν., ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, ἴδε Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 339.

Spanish

el tres veces máximo

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισμέγιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ
1. πάρα πολύ μεγάλος
2. (στην αποκρυφολογία) προσωνυμία του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μέγιστος].

Léxico de magia

-ον el tres veces máximo de Hermes ἐπεὶ σου λέγω τὰ ὀνόματα, ἃ ἔγραψεν ἐν Ἡλιουπόλει ὁ τ. Ἑρμῆς ἱερογλυφικοῖς γράμμασι pues voy a pronunciar tus nombres, los que grabó en Heliópolis el tres veces máximo Hermes, con caracteres jeroglíficos P IV 886