καρπάσινος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
mNo edit summary
(CSV import)
 
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρπάσινος]], -ίνη -ον (Α) [[κάρπασος]]<br />ο κατασκευασμένος από κάρπασο.
|mltxt=[[καρπάσινος]], -ίνη -ον (Α) [[κάρπασος]]<br />ο κατασκευασμένος από κάρπασο.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον graf. καλπ- [[de lino]] de madera para quemar ἐπίθυε ἐπὶ ἀνθράκων καλπασίνων βόλβιθον βοὸς μελαίνης <b class="b3">ofrece sobre carbones de madera de lino estiércol de una vaca negra</b> P IV 1439
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπάσινος Medium diacritics: καρπάσινος Low diacritics: καρπάσινος Capitals: ΚΑΡΠΑΣΙΝΟΣ
Transliteration A: karpásinos Transliteration B: karpasinos Transliteration C: karpasinos Beta Code: karpa/sinos

English (LSJ)

[πᾰ], η, ον, made of κάρπασος, LXX Es.1.6, Str.7.2.3, D.H.2.68.

German (Pape)

[Seite 1328] von seinem spanischem Flachs, ἐφαπτίδες Strab. VII, 294, ἐσθής D. Hal. 2, 68.

Greek (Liddell-Scott)

καρπάσινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ καρπάσου, δηλ. ἐκ λεπτοῦ λίνου, Στράβ. 294, Διον. Ἁλ. 2. 68:- ὡσαύτως καρπάσιος, α, ον, Παυσαν. 1. 26, 7. - Κατὰ Φώτ. «καρπάσινοι, κορτῖναι», παραπετάσματα.

Spanish

de lino

Greek Monolingual

καρπάσινος, -ίνη -ον (Α) κάρπασος
ο κατασκευασμένος από κάρπασο.

Léxico de magia

-ον graf. καλπ- de lino de madera para quemar ἐπίθυε ἐπὶ ἀνθράκων καλπασίνων βόλβιθον βοὸς μελαίνης ofrece sobre carbones de madera de lino estiércol de una vaca negra P IV 1439