ὡρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[el que rige las horas]]
|esgtx=[[el que rige las horas]]
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[el que rige las horas]] de un dios ἵνα συμπαραλάβῃς τὸν τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ ὥρας ὡρονόμον <b class="b3">para que tomes al que rige el día de hoy y de la hora</b> P IV 652
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρονόμος Medium diacritics: ὡρονόμος Low diacritics: ωρονόμος Capitals: ΩΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: hōronómos Transliteration B: hōronomos Transliteration C: oronomos Beta Code: w(ro/nomos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A hour-divider, i.e. a dial or clock, AP14.6; cf. ὡρόμαντις. II in Astrology, = ὡροσκόπος 11.1, ascendant, Man.1.30, 262, 3.120, Doroth. ap. Heph. Astr.2.24. 2 name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί Dam.Pr.351.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui règle ou indique les heures ; ὁ ὡρονόμος horloge.
Étymologie: ὥρα, νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὡρονόμος: ὁ Anth. = ὡρολόγιον.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρονόμος: -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ ἄλλο ὡρολόγιον, Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. ὡρόμαντις. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου ὅστις εἶναι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων πλανήτης, Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120.

Spanish

el que rige las horas

Léxico de magia

el que rige las horas de un dios ἵνα συμπαραλάβῃς τὸν τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ ὥρας ὡρονόμον para que tomes al que rige el día de hoy y de la hora P IV 652