ὡροσκόπος: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "distd." to "distinguished") |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὡροσκόπος:''' ὁ Sext. = [[ὡροσκοπεῖον]]. | |elrutext='''ὡροσκόπος:''' ὁ Sext. = [[ὡροσκοπεῖον]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1415.png Seite 1415]] die Jahreszeiten, Stunden beobachtend, bes. die Geburtsstunde beobachtend, sie deutend, der Nativitätsteller, S. Emp. adv. astrol. 12, oft, u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὡροσκόπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που, παρατηρώντας το [[ωροσκόπιο]] κάποιου, προλέγει το [[μέλλον]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὡροσκόπος]]<br />η [[ερμηνεία]] της τύχης από την [[παρατήρηση]] της ώρας του τοκετού<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὡροσκόποι</i><br />αστρικές θεότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αστερο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:07, 15 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ, Astrol., A caster of nativities, astrologer, τὰς τῶν ὡροσκόπων βοτάνας Gal.11.798. 2 Adj., of the ascendant (v. infr. 11), φέγγεα Man.4.59, cf. 496. II as substantive, ὡροσκόπος, ὁ, the sign or degree rising at the time of birth, ascendant, Ptol.Tetr.33, 130, S.E.M.5.12, 50, 61, Porph. ap. Stob.2.8.42. 2 pl., of certain stellar deities whose names agree in part with those of the δεκανοί 11, from which, however, they are distinguished, τῶν λσ λαμπρῶν ὡροσκόπων PLond.1.98r15, al., cf. Iamb.Myst.8.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὡροσκόπος: ὁ, ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ παρατηρῶν τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ἑρμηνεύων τὴν τύχην τοῦ γεννωμένου ἢ γεννηθέντος, ὅθεν = ὡρολόγος, Κλήμ. Ἀλ. 757. 2) ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὡροσκόπησιν, Μανέθ. 4. 59, 125. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., ἑρμηνεία τῆς τύχης ἐκ τῆς παρατηρήσεως τῆς ὥρας τοῦ τοκετοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12, 50, 61, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 386.
Russian (Dvoretsky)
ὡροσκόπος: ὁ Sext. = ὡροσκοπεῖον.
German (Pape)
[Seite 1415] die Jahreszeiten, Stunden beobachtend, bes. die Geburtsstunde beobachtend, sie deutend, der Nativitätsteller, S. Emp. adv. astrol. 12, oft, u. a. Sp.
Greek Monolingual
ο / ὡροσκόπος, -ον, ΝΑ
το αρσ. ως ουσ. αστρολ. αυτός που, παρατηρώντας το ωροσκόπιο κάποιου, προλέγει το μέλλον του
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡροσκόπος
η ερμηνεία της τύχης από την παρατήρηση της ώρας του τοκετού
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡροσκόποι
αστρικές θεότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο-σκόπος].