πολεμίστρα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(33)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜ<br />[[άνοιγμα]] στο [[τείχος]] οχυρού ή [[κατάλληλα]] διαρρυθμισμένη [[θυρίδα]] στην [[κορυφή]] του, από όπου ο [[πολεμιστής]] μπορεί να πυροβολεί ή, [[κατά]] τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά [[πυρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολεμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κονίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=η, ΝΜ<br />[[άνοιγμα]] στο [[τείχος]] οχυρού ή [[κατάλληλα]] διαρρυθμισμένη [[θυρίδα]] στην [[κορυφή]] του, από όπου ο [[πολεμιστής]] μπορεί να πυροβολεί ή, [[κατά]] τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά [[πυρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολεμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> [[κονίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 12 November 2022

Greek Monolingual

η, ΝΜ
άνοιγμα στο τείχος οχυρού ή κατάλληλα διαρρυθμισμένη θυρίδα στην κορυφή του, από όπου ο πολεμιστής μπορεί να πυροβολεί ή, κατά τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά πυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κονίστρα)].