δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
η, ΝΜ
άνοιγμα στο τείχος οχυρού ή κατάλληλα διαρρυθμισμένη θυρίδα στην κορυφή του, από όπου ο πολεμιστής μπορεί να πυροβολεί ή, κατά τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά πυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κονίστρα)].