ᾠώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[ᾠώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αβγού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σύσταση]] κολλώδη σαν του αβγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>]. | |mltxt=-ες / [[ᾠώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αβγού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σύσταση]] κολλώδη σαν του αβγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, zusammengezogen statt [[ὠοειδής]], ές, <i>[[eiartig]], [[eiförmig]], [[eirund]]</i>, Arist. <i>Gen. an</i>. 2.1, <i>H.A</i>. 6.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, egg-like, ὑγρότης Arist.HA565a23; σκώληξ Id.GA 733b13: oval, φιάλιον ὠιῶδες IG22.1534.46 (iv B.C.).
Russian (Dvoretsky)
ᾠώδης:
1) яйцевидный (σκώληξ Arst.);
2) яичный (ὑγρότης Arst.)
Greek (Liddell-Scott)
ᾠώδης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ἀντὶ ᾠοειδής· ὑγρότης Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 9· σκώληξ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 25.
Greek Monolingual
-ες / ᾠώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει σχήμα αβγού
2. αυτός που έχει σύσταση κολλώδη σαν του αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ώδης].
German (Pape)
ες, zusammengezogen statt ὠοειδής, ές, eiartig, eiförmig, eirund, Arist. Gen. an. 2.1, H.A. 6.10.