οἶδνον: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_21)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶδνον''': τό, = [[ὕδνον]], διαφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 11.
|lstext='''οἶδνον''': τό, = [[ὕδνον]], διαφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 11.
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[ὕδνον]], Theophr.; Suid. erkl. οἰδήματά τινα γῆς.
}}
}}

Latest revision as of 16:33, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

οἶδνον: τό, = ὕδνον, διαφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 11.

German (Pape)

τό, = ὕδνον, Theophr.; Suid. erkl. οἰδήματά τινα γῆς.