λυκεία: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυκεία]], ἡ (Α) [[λύκειος]]<br />[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου [[χάριν]]», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=[[λυκεία]], ἡ (Α) [[λύκειος]]<br />[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου [[χάριν]]», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Wolfsfell]], Helm aus Wolfsleder</i>, Pol. fl, 22.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, helmet of wolf-skin, Plb.6.22.3.
Russian (Dvoretsky)
λῠκεία: ἡ шлем из волчьей шкуры Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκεία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3.
Greek Monolingual
λυκεία, ἡ (Α) λύκειος
περικεφαλαία από δέρμα λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου χάριν», Πολ.).
German (Pape)
ἡ, Wolfsfell, Helm aus Wolfsleder, Pol. fl, 22.3.