μυωξία: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυωξία]], ἡ (ΑΜ) [[μυωξός]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) υπόγεια [[φωλιά]] ζώου και [[ιδίως]] ποντικού, [[ποντικότρυπα]], [[ποντικοφωλιά]]. | |mltxt=[[μυωξία]], ἡ (ΑΜ) [[μυωξός]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) υπόγεια [[φωλιά]] ζώου και [[ιδίως]] ποντικού, [[ποντικότρυπα]], [[ποντικοφωλιά]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[μυωνία]], Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, mouse-hole, also a term of reproach, Id., Suid.; cf. μυωνιά.
Greek (Liddell-Scott)
μυωξία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
μυωξία, ἡ (ΑΜ) μυωξός
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά.
German (Pape)
ἡ, = μυωνία, Sp.