νωθρεία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νωθρεία]], ἡ (ΑΜ) [[νωθρεύω]]<br />[[νωθρότητα]], οκνηρότητα. | |mltxt=[[νωθρεία]], ἡ (ΑΜ) [[νωθρεύω]]<br />[[νωθρότητα]], οκνηρότητα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Langsamkeit]], [[Trägheit]], VLL</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, sluggishness, torpor, indolence, Erot. s.v. βλακεύειν, Aristid.Quint.2.3, v.l. in Poll.3.122.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρεία: ἡ, νωθρότης, δυσκινησία, χαυνότης, Πολυδ. Γ΄, 122., Θ΄, 137, Κλήμ. Ἀλ. 850, κτλ. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται νωθρία, Ἰων. -ίη, Ἱππ. 79Η, 151G.
Greek Monolingual
νωθρεία, ἡ (ΑΜ) νωθρεύω
νωθρότητα, οκνηρότητα.
German (Pape)
ἡ, Langsamkeit, Trägheit, VLL.