γηπετής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πίπτω]]<br />falling or [[fallen]] to [[earth]], Eur. | |mdlsjtxt=[[πίπτω]]<br />falling or [[fallen]] to [[earth]], Eur. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, zur [[Erde]] [[gefallen]], Eur. <i>Phoen</i>. 672. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, (πίπτω) falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
γηπετής: дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur.
Greek (Liddell-Scott)
γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.
Greek Monolingual
γηπετής (-ές (Α)
αυτός που έπεσε κάτω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -πετής < πίπτω)
Greek Monotonic
γηπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.
Middle Liddell
πίπτω
falling or fallen to earth, Eur.