κέραφος: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέραφος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χλευασμός]], [[κακολογία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[σκέραφος]].
|mltxt=[[κέραφος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χλευασμός]], [[κακολογία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[σκέραφος]].
}}
{{pape
|ptext== [[σκέραφος]].
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέραφος Medium diacritics: κέραφος Low diacritics: κέραφος Capitals: ΚΕΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kéraphos Transliteration B: keraphos Transliteration C: kerafos Beta Code: ke/rafos

English (LSJ)

χλευασμός, κακολογία, Hsch.; cf. σκέραφος.

Greek (Liddell-Scott)

κέραφος: ὁ, «χλευασμός, κακολογία» Ἡσύχ., ἴδε σκέραφος καὶ σχέραφος παρὰ τῷ αὐτῷ.

Greek Monolingual

κέραφος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χλευασμός, κακολογία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σκέραφος.

German (Pape)

σκέραφος.