προχθές: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και προχτές Ν, και προὐχθες και [[προχθές]] Α<br /><b>επίρρ.</b> την [[ημέρα]] που προηγήθηκε από [[χθες]], [[πριν]] από δύο ημέρες, την προπροηγούμενη [[ημέρα]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και προχτές Ν, και προὐχθες και [[προχθές]] Α<br /><b>επίρρ.</b> την [[ημέρα]] που προηγήθηκε από [[χθες]], [[πριν]] από δύο ημέρες, την προπροηγούμενη [[ημέρα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv., <i>[[vorgestern]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 24 November 2022
English (LSJ)
Adv. the day before yesterday, PLips.37.12 (iv A.D.), Sch. Philostr.Her.p.578 B.
Greek (Liddell-Scott)
προχθές: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. εἰς Φιλοστρ. Ἡρ. σ. 578 Boisson.· προὐχθὲς (δηλ. προεχθὲς) Bois-on. Ἀνέκδ. 4. 398. Ὁ Ζηκίδ. ἐν Χρ. Λεξ. γράφει: «πρόχθες οὐχὶ προχθές».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προχτές Ν, και προὐχθες και προχθές Α
επίρρ. την ημέρα που προηγήθηκε από χθες, πριν από δύο ημέρες, την προπροηγούμενη ημέρα.
German (Pape)
adv., vorgestern, Sp.