θαμβητός: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαμβητός]], -ή, -όν (Α) [[θαμβώ]]<br />[[εκπληκτικός]], [[καταπληκτικός]]. | |mltxt=[[θαμβητός]], -ή, -όν (Α) [[θαμβώ]]<br />[[εκπληκτικός]], [[καταπληκτικός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Adj. verb. von [[θαμβέω]], <i>[[furchtbar]]</i>, Lycophr. 552. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, astonishing, Lyc.552, Maiist.1.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβητός: -ή, -όν, προξενῶν θάμβος, ἐκπληκτικός, Λυκόφρ. 552.
Greek Monolingual
θαμβητός, -ή, -όν (Α) θαμβώ
εκπληκτικός, καταπληκτικός.