λυγιστός: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
m (pape replacement) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό [[λυγίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, [[εύκαμπτος]]<br /><b>2.</b> λυγισμένος, κεκαμμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κουνιστός]] και [[λυγιστός]]» ή «[[σειστός]] και [[λυγιστός]]» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, [[ναζιάρης]], [[σκερτσόζος]]. | |mltxt=-ή, -ό [[λυγίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, [[εύκαμπτος]]<br /><b>2.</b> λυγισμένος, κεκαμμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κουνιστός]] και [[λυγιστός]]» ή «[[σειστός]] και [[λυγιστός]]» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, [[ναζιάρης]], [[σκερτσόζος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[gebogen]], zu [[biegen]], [[biegsam]]</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:43, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λῠγιστός: -ή, -όν, κεκαμμένος, εὔκαμπτος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό λυγίζω
1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος
2. λυγισμένος, κεκαμμένος
3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος.