λοιγήεις: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (LSJ1 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λοιγήεις]], -εσσα, -εν και λοιγής, -ές (Α)<br />[[λοίγιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[λοίγιος]]. | |mltxt=[[λοιγήεις]], -εσσα, -εν και λοιγής, -ές (Α)<br />[[λοίγιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[λοίγιος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=εσσα, εν, poet. = [[λοίγιος]], Nic. <i>Al</i>. 207, τοξικόν. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, = λοίγιος (pestilent, deadly, fatal), Nic. Al. 207 ; — also λοιγής, ές, ib. 256, Th. 921.
Greek (Liddell-Scott)
λοιγήεις: εσσα, εν, = τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀλεξιφ. 256· οὕτω λοιγής, ές, ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 921.
Greek Monolingual
λοιγήεις, -εσσα, -εν και λοιγής, -ές (Α)
λοίγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του λοίγιος.
German (Pape)
εσσα, εν, poet. = λοίγιος, Nic. Al. 207, τοξικόν.