λοιγήεις
From LSJ
English (LSJ)
λοιγήεσσα, λοιγήεν, = λοίγιος (pestilent, deadly, fatal), Nic. Al. 207 ; — also λοιγής, ές, ib. 256, Th. 921.
Greek (Liddell-Scott)
λοιγήεις: εσσα, εν, = τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀλεξιφ. 256· οὕτω λοιγής, ές, ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 921.
Greek Monolingual
λοιγήεις, -εσσα, -εν και λοιγής, -ές (Α)
λοίγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του λοίγιος.
German (Pape)
εσσα, εν, poet. = λοίγιος, Nic. Al. 207, τοξικόν.