κορίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κοριτσάκι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[κορίανδρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κόρη]], ενώ με τη σημ 2. <span style="color: red;"><</span> [[κόρι]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κόριον]] (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -<i>ίδ</i>-<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[μαχαιρίδιον]], [[χοιρίδιον]])].
|mltxt=[[κορίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κοριτσάκι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[κορίανδρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κόρη]], ενώ με τη σημ 2. <span style="color: red;"><</span> [[κόρι]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κόριον]] (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -<i>ίδ</i>-<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[μαχαιρίδιον]], [[χοιρίδιον]])].
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. von [[κόρη]], <i>[[Mägdlein]]</i>, von Poll. 2.17 als [[schlecht]] [[verworfen]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίδιον Medium diacritics: κορίδιον Low diacritics: κορίδιον Capitals: ΚΟΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: korídion Transliteration B: koridion Transliteration C: koridion Beta Code: kori/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κόρη, GDI1699,al. (Delph.), IG9(1).384 (Naupactus); censured by Poll.2.17, but allowed by Phryn.56. II perhaps for κόρι, = κορίαννον, Pap.in Philol.80.341.

Greek (Liddell-Scott)

κορίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, Ἐπιγραφ. Δελφ. 29, Πολυδ. Β΄, 17, Φρύν. 73.

Greek Monolingual

κορίδιον, τὸ (Α)
1. κοριτσάκι
2. πιθ. το φυτό κορίανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -ίδ-ιον (πρβλ. μαχαιρίδιον, χοιρίδιον)].

German (Pape)

τό, dim. von κόρη, Mägdlein, von Poll. 2.17 als schlecht verworfen.