κορυμβάς: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυμβάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κόρυμβος]]<br />το [[σχοινί]] που βρίσκεται [[γύρω]] [[γύρω]] στην [[άκρη]] του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το [[δίχτυ]].
|mltxt=[[κορυμβάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κόρυμβος]]<br />το [[σχοινί]] που βρίσκεται [[γύρω]] [[γύρω]] στην [[άκρη]] του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το [[δίχτυ]].
}}
{{pape
|ptext=άδος, ἡ, <i>die [[Schnur]] am [[Rande]] des Netzes</i>, mit der man dieses zusammenzieht, Hesych.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβάς Medium diacritics: κορυμβάς Low diacritics: κορυμβάς Capitals: ΚΟΡΥΜΒΑΣ
Transliteration A: korymbás Transliteration B: korymbas Transliteration C: korymvas Beta Code: korumba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (κόρυς) string running round a net, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβάς: -άδος, ἡ, (κόρυς), σχοινίον περιθέον τὸ δίκτυον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορυμβάς, -άδος, ἡ (Α) κόρυμβος
το σχοινί που βρίσκεται γύρω γύρω στην άκρη του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το δίχτυ.

German (Pape)

άδος, ἡ, die Schnur am Rande des Netzes, mit der man dieses zusammenzieht, Hesych.