γλαμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλαμώδης]], -ες (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. τών [[γλαμυρός]], [[γλάμων]] σε -<i>ώδης</i>].
|mltxt=[[γλαμώδης]], -ες (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. τών [[γλαμυρός]], [[γλάμων]] σε -<i>ώδης</i>].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[triefäugig]], EM</i>. 232.45.
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰμώδης Medium diacritics: γλαμώδης Low diacritics: γλαμώδης Capitals: ΓΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: glamṓdēs Transliteration B: glamōdēs Transliteration C: glamodis Beta Code: glamw/dhs

English (LSJ)

ες, = γλαμυρός (bleary-eyed, blear-eyed), EM232.44.

Spanish (DGE)

-ες legañoso glos. a γλαμυρός Hsch., cf. EM 232.44G.

Greek (Liddell-Scott)

γλαμώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Ε. Μ. 232. 42.

Greek Monolingual

γλαμώδης, -ες (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός, γλάμων σε -ώδης].

German (Pape)

ες, triefäugig, EM. 232.45.