κατακτάς: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακτάς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -[[κτάμενος]], μέσ.
|lsmtext='''κατακτάς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -[[κτάμενος]], μέσ.
}}
{{pape
|ptext=s. [[κατακτείνω]].
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακτάς Medium diacritics: κατακτάς Low diacritics: κατακτάς Capitals: ΚΑΤΑΚΤΑΣ
Transliteration A: kataktás Transliteration B: kataktas Transliteration C: kataktas Beta Code: katakta/s

English (LSJ)

κατακτάμενος, v. κατακτείνω.

Russian (Dvoretsky)

κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.

Greek Monotonic

κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.

German (Pape)

s. κατακτείνω.