καταχεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχεύω:''' Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., [[τέττιξ]] καταχεύετ' ἀοιδήν, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''καταχεύω:''' Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., [[τέττιξ]] καταχεύετ' ἀοιδήν, σε Ησίοδ.
}}
{{pape
|ptext=ep. statt [[καταχέω]], Hes. <i>O</i>. 544, [[sonst]] nur aor., s. [[καταχέω]].
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχεύω Medium diacritics: καταχεύω Low diacritics: καταχεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΕΥΩ
Transliteration A: katacheúō Transliteration B: katacheuō Transliteration C: katacheyo Beta Code: kataxeu/w

English (LSJ)

Ep. for sq.:—Med., τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν Hes.Op. 583.

Greek (Liddell-Scott)

καταχεύω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., τέττιξ καταχεύετ’ ἀοιδὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581.

Greek Monolingual

καταχεύω (Α)
καταχέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χεύω (επιτ. τ. του χέω)].

Greek Monotonic

καταχεύω: Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν, σε Ησίοδ.

German (Pape)

ep. statt καταχέω, Hes. O. 544, sonst nur aor., s. καταχέω.