μακτήριος: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(6_4) |
m (pape replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακτήριος''': -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ζύμωμα]]· τὸ μ. - [[μάκτρα]], Πλούτ. 2. 159D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακτήριον· ἱλαστήριον. [[κάλυμμα]] ἱερὸν κρύφιον. ἢ [[κύκλος]] [[ξύλινος]]». | |lstext='''μακτήριος''': -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ζύμωμα]]· τὸ μ. - [[μάκτρα]], Πλούτ. 2. 159D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακτήριον· ἱλαστήριον. [[κάλυμμα]] ἱερὸν κρύφιον. ἢ [[κύκλος]] [[ξύλινος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακτήριος]], -ία, -ον (Α) [[μακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ζύμωμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μακτήριον]]<br />α) [[σκάφη]] ζυμώματος, [[μάκτρα]]<br />β) [[μάκτρο]], προσόψιο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μακτήρια</i><br /><b>πιθ.</b> [[τροφή]], τρόφιμα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μακτήριον]]<br />ἱλαστήριον, [[κάλυμμα]], ἱερὸν κρύφιον». | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Kneten]] [[gehörig]]</i>, bei Plut. <i>sept. sap. conv</i>. 15 [[werden]] μακτήρια [[neben]] κάμινοι und φρεώρυχοι [[genannt]]. Nach Hesych. ist [[μακτήριον]] ἱλαστήριον, [[κάλυμμα]] ἱερὸν κρύφιον. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:49, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
μακτήριος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ζύμωμα· τὸ μ. - μάκτρα, Πλούτ. 2. 159D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακτήριον· ἱλαστήριον. κάλυμμα ἱερὸν κρύφιον. ἢ κύκλος ξύλινος».
Greek Monolingual
μακτήριος, -ία, -ον (Α) μακτήρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον
α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα
β) μάκτρο, προσόψιο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια
πιθ. τροφή, τρόφιμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον
ἱλαστήριον, κάλυμμα, ἱερὸν κρύφιον».
German (Pape)
zum Kneten gehörig, bei Plut. sept. sap. conv. 15 werden μακτήρια neben κάμινοι und φρεώρυχοι genannt. Nach Hesych. ist μακτήριον ἱλαστήριον, κάλυμμα ἱερὸν κρύφιον.