τριτευτής: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τριτεύω]]<br />αυτός που αναλαμβάνει ένα [[αξίωμα]] για [[τρίτη]] [[φορά]].
|mltxt=ὁ, Α [[τριτεύω]]<br />αυτός που αναλαμβάνει ένα [[αξίωμα]] για [[τρίτη]] [[φορά]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Etwas]] zum dritten Male ist</i>, z.B. ein Amt zum dritten Male [[verwaltet]], <i>Inscr</i>.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτευτής Medium diacritics: τριτευτής Low diacritics: τριτευτής Capitals: ΤΡΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: triteutḗs Transliteration B: triteutēs Transliteration C: triteftis Beta Code: triteuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, distributor of τριτεῖς, IGRom. 4.477, 1680 (Pergam.), Rev.Phil.37.311 (Thyatira, ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ λαμβάνων ἀξίωμα διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3490.

Greek Monolingual

ὁ, Α τριτεύω
αυτός που αναλαμβάνει ένα αξίωμα για τρίτη φορά.

German (Pape)

ὁ, der Etwas zum dritten Male ist, z.B. ein Amt zum dritten Male verwaltet, Inscr.