εὐπράγημα: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπράγημα]], τὸ (Α) [[ευπραγώ]]<br /><b>1.</b> επιτυχημένη [[έκβαση]], [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ εὐπραγήματα</i><br />τα πολεμικά κατορθώματα.
|mltxt=[[εὐπράγημα]], τὸ (Α) [[ευπραγώ]]<br /><b>1.</b> επιτυχημένη [[έκβαση]], [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ εὐπραγήματα</i><br />τα πολεμικά κατορθώματα.
}}
{{pape
|ptext=[ρᾱ], τό, <i>das glückliche [[Unternehmen]]</i>, App. <i>B. Pun</i>. 4 und [[öfter]].
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρᾱγημα Medium diacritics: εὐπράγημα Low diacritics: ευπράγημα Capitals: ΕΥΠΡΑΓΗΜΑ
Transliteration A: euprágēma Transliteration B: eupragēma Transliteration C: efpragima Beta Code: eu)pra/ghma

English (LSJ)

ατος, τό, a success, in war, in plural, App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπράγημα: τό, ἐπιτυχία ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν κατόρθωμα, Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.

Greek Monolingual

εὐπράγημα, τὸ (Α) ευπραγώ
1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία
2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα
τα πολεμικά κατορθώματα.

German (Pape)

[ρᾱ], τό, das glückliche Unternehmen, App. B. Pun. 4 und öfter.