διμέτωπος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de dos frentes o caras]], [[bifronte]] ref. a dispositivos de asedio, App.<i>BC</i> 5.33, δ. | |dgtxt=-ον<br />[[de dos frentes o caras]], [[bifronte]] ref. a dispositivos de asedio, App.<i>BC</i> 5.33, δ.· bifrons</i>, <i>Gloss</i>.2.277. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[διμέτωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («[[διμέτωπος]] [[αγώνας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει δύο μέτωπα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[διμέτωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («[[διμέτωπος]] [[αγώνας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει δύο μέτωπα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[doppelstirnig]]</i>, von Festungswerken, App. <i>B.C</i>. 5.33. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with two fronts, App. BC5.33.
Spanish (DGE)
-ον
de dos frentes o caras, bifronte ref. a dispositivos de asedio, App.BC 5.33, δ.· bifrons, Gloss.2.277.
Greek (Liddell-Scott)
διμέτωπος: -ον, δύο ἔχων μέτωπα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («διμέτωπος αγώνας»)
αρχ.
εκείνος που έχει δύο μέτωπα.
German (Pape)
doppelstirnig, von Festungswerken, App. B.C. 5.33.