διμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dos frentes o caras]], [[bifronte]] ref. a dispositivos de asedio, App.<i>BC</i> 5.33, δ.· bifrons</i>, <i>Gloss</i>.2.277.
|dgtxt=-ον<br />[[de dos frentes o caras]], [[bifronte]] ref. a dispositivos de asedio, App.<i>BC</i> 5.33, δ.· bifrons</i>, <i>Gloss</i>.2.277.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διμέτωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («[[διμέτωπος]] [[αγώνας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει δύο μέτωπα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[διμέτωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («[[διμέτωπος]] [[αγώνας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει δύο μέτωπα.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[doppelstirnig]]</i>, von Festungswerken, App. <i>B.C</i>. 5.33.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμέτωπος Medium diacritics: διμέτωπος Low diacritics: διμέτωπος Capitals: ΔΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: dimétōpos Transliteration B: dimetōpos Transliteration C: dimetopos Beta Code: dime/twpos

English (LSJ)

ον, with two fronts, App. BC5.33.

Spanish (DGE)

-ον
de dos frentes o caras, bifronte ref. a dispositivos de asedio, App.BC 5.33, δ.· bifrons, Gloss.2.277.

Greek (Liddell-Scott)

διμέτωπος: -ον, δύο ἔχων μέτωπα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («διμέτωπος αγώνας»)
αρχ.
εκείνος που έχει δύο μέτωπα.

German (Pape)

doppelstirnig, von Festungswerken, App. B.C. 5.33.