δισώματος: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δίσωμος]], -η, -ο (Α [[δισώματος]] και [[δίσωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο θαλάμους. | |mltxt=και [[δίσωμος]], -η, -ο (Α [[δισώματος]] και [[δίσωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο θαλάμους. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit zwei Leibern</i>; θῆρες DS. 4.12; Orph. <i>H</i>. 70.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, double-bodied, D.S.4.12, Orph. H.71.5, Fr.57, Ph.2.481; with two chambers, εἰσώστης CIG2842 (Aphrodisias).
Spanish (DGE)
(δῐσώμᾰτος) -ον
1 de cuerpo doble θῆρες D.S.4.12, χροιή Orph.H.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.P.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια ἀρχή) δίγνωμος, δ. Iust.Gn. en Hippol.Haer.10.15
•subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos Ph.2.481
•de doble naturaleza (cf. δίσωμος 1) Vett.Val.174.9.
2 que tiene dos sexos θεός τις δ. un dios hermafrodita del Eros órfico, Orph.Fr.57.
3 que tiene hueco para dos cuerpos εἰσώστη CIG 2842.3 (Afrodisias, biz.).
Russian (Dvoretsky)
δισώμᾰτος: двухтелый (θῆρες = Κένταυροι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐσώματος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν σῶμα, θῆρες Διόδ. 4. 12, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 5· ἔχων δύο θαλάμους, Συλλ. Ἐπιγρ. 2842· -οὕτω, δίσωμος, ον, λεγόμενον περί τινων ἀστερισμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 6.
Greek Monolingual
και δίσωμος, -η, -ο (Α δισώματος και δίσωμος, -ον)
1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα
2. αυτός που έχει δύο θαλάμους.
German (Pape)
mit zwei Leibern; θῆρες DS. 4.12; Orph. H. 70.5.