διάχλωρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διάχλωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[πρασινοκίτρινος]], [[πρασινωπός]], [[ωχροκίτρινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις ([[πάπυρος]]). | |mltxt=[[διάχλωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[πρασινοκίτρινος]], [[πρασινωπός]], [[ωχροκίτρινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις ([[πάπυρος]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[dazwischen]] [[grüngelb]]</i>, so [[gestreift]], Philo. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, of translucent green, λίθος Ph.Byz.Mir.2.3, dub. in Gal.18(1).495; of a garment, CPR24.6 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
verde, de color verde o verdoso (ῥάβδοι) Gal.18(1).495, ὁ καλούμενος αἱματίτης λίθος Ph.Byz.Mir.2.3, de joyas Stud.Pal.20.5.6 (II d.C.), BGU 2328.5 (V d.C.), ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ. T.Sal.13.5 (ap. crít.).
Greek (Liddell-Scott)
διάχλωρος: -ον, ἔχων τὸ χρῶμα ὀλίγον ὠχροπράσινον, Φίλων π. 7 Θεαμ. 7.
Greek Monolingual
διάχλωρος, -ον (Α)
1. ο πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, ωχροκίτρινος
2. αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις (πάπυρος).
German (Pape)
dazwischen grüngelb, so gestreift, Philo.