σκύτευσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[σκυτεύω]]<br />η [[πράξη]] του [[σκυτεύω]], η [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], [[υποδηματοποιία]].
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[σκυτεύω]]<br />η [[πράξη]] του [[σκυτεύω]], η [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], [[υποδηματοποιία]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Schuhmachen]]</i>, Arist. <i>eth. Eud</i>. 2.1.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτευσις Medium diacritics: σκύτευσις Low diacritics: σκύτευσις Capitals: ΣΚΥΤΕΥΣΙΣ
Transliteration A: skýteusis Transliteration B: skyteusis Transliteration C: skytefsis Beta Code: sku/teusis

English (LSJ)

εως, ἡ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.

Russian (Dvoretsky)

σκύτευσις: εως (κῡ) ἡ шитье обуви, сапожное ремесло Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτευσις: [ῡ], εως, ἡ, = σκυτεία, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α σκυτεύω
η πράξη του σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία.

German (Pape)

ἡ, das Schuhmachen, Arist. eth. Eud. 2.1.