ἀκάτακτος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει. | |mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unzerbrechlich]]</i>, Arist. <i>[[Meteor]]</i>. 4.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, not to be broken, Arist.Mete.385a14; unbroken, Phld.Mort.39.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se rompe, indemne κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.Mort.39.5.
2 irrompible Arist.Mete.385a14.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάτακτος: не ломающийся, неломкий (σώματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάτακτος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.
Greek Monolingual
ἀκάτακτος, -ον (Α) κατάγνυμι
1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος
2. αυτός που δεν έχει σπάσει.
German (Pape)
unzerbrechlich, Arist. Meteor. 4.8.