σκιρρώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(37) |
m (pape replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]]. | |mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>von [[harter]] Art, [[verhärtet]]</i>, Gal. | |||
}} | }} |