λεξίθηρος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
m (pape replacement) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ([[πρβλ]]. [[πολύθηρος]], [[φιλόθηρος]])]. | |mltxt=[[λεξίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποδίδει εξαιρετική [[σπουδαιότητα]] στις λέξεις και όχι στα νοήματα του λόγου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του [[λεξιθήρας]], με [[επίδραση]] τών συνθέτων που έχουν β' συνθετικό -<i>θηρος</i> ([[πρβλ]]. [[πολύθηρος]], [[φιλόθηρος]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>ein [[Wortjäger]]</i>, s. [[λεξιθήρας]]. | |||
}} | }} |