διπλασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διπλασμός]], ο (Μ) [[διπλάζω]]<br /><b>1.</b> [[διπλασιασμός]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> οκτάφωνη αντιφωνία, [[διάστημα]] ογδόης.
|mltxt=[[διπλασμός]], ο (Μ) [[διπλάζω]]<br /><b>1.</b> [[διπλασιασμός]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> οκτάφωνη αντιφωνία, [[διάστημα]] ογδόης.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[διπλασιασμός]], Eust. 1396.53.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλασμός Medium diacritics: διπλασμός Low diacritics: διπλασμός Capitals: ΔΙΠΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: diplasmós Transliteration B: diplasmos Transliteration C: diplasmos Beta Code: diplasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = διπλασιασμός, Eust.1396.52, prob. l. in Plot.6.1.9.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 duplicación Eust.971.54, cf. Plot.6.1.9 (cj.), Hsch.
2 gram. geminación Eust.1396.52.
3 acción de cruzar los brazos en la espalda, Orib.25.40.8, v. διπλασιασμός 4.

Greek (Liddell-Scott)

διπλασμός: ὁ, (διπλάζω) = διπλασιασμός, Εὐστ. 1396. 52.

Greek Monolingual

διπλασμός, ο (Μ) διπλάζω
1. διπλασιασμός
2. μουσ. οκτάφωνη αντιφωνία, διάστημα ογδόης.

German (Pape)

ὁ, = διπλασιασμός, Eust. 1396.53.