οἰνοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]], [[φύλακας]] που [[έργο]] του ήταν η [[φύλαξη]] του οίνου του δημοσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=[[οἰνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]], [[φύλακας]] που [[έργο]] του ήταν η [[φύλαξη]] του οίνου του δημοσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
{{pape
|ptext=ακος, ὁ, <i>[[Weinhüter]]</i>, Schol.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοφύλαξ Medium diacritics: οἰνοφύλαξ Low diacritics: οινοφύλαξ Capitals: ΟΙΝΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: oinophýlax Transliteration B: oinophylax Transliteration C: oinofylaks Beta Code: oi)nofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, an officer who had charge of the municipal wines, Michel 1226 (Cyzic.), CIG3663A14 (ibid.), JHS22.206 (ibid.), Milet.3p.177No.33e5.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὑπάλληλος φυλάττων τὸν οἶνον τοῦ δημοσίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3663Α. 14.

Greek Monolingual

οἰνοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
υπάλληλος, φύλακας που έργο του ήταν η φύλαξη του οίνου του δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φύλαξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, Weinhüter, Schol.