μασητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(24)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μασητικός]], -ή, -όν)<br />[[μασώ]]<br />ο [[σχετικός]] με τη [[μάσηση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μασητικός]], -ή, -όν)<br />[[μασώ]]<br />ο [[σχετικός]] με τη [[μάσηση]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Kauen]] [[gehörig]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μασητικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μασητικός, -ή, -όν)
μασώ
ο σχετικός με τη μάσηση.

German (Pape)

zum Kauen gehörig, Sp.